- ὀξυωπεῖν
- ὀξυωπέωto be sharp-sightedpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυωπώ — ὀξυωπῶ και ὀξυοπῶ, έω (Α) 1. έχω οξεία όραση 2. μτφ. φρ. «ὀξυωπεῑν πρὸς τὴν κατάληψιν» το να έχει κάποιος οξεία αντίληψη (Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπής / ὀξυωπός] … Dictionary of Greek